- πολύθερμος
- πολύ-θερμος, ον,A very hot,
τοῦ σώματος κρᾶσις Plu.Alex.4
, cf. Heliod. ap. Orib. 49.8.11, Gal.17(2).201, Theo Sm.p.187 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῦ σώματος κρᾶσις Plu.Alex.4
, cf. Heliod. ap. Orib. 49.8.11, Gal.17(2).201, Theo Sm.p.187 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύθερμος — very hot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθερμος — ον, Α 1. πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θερμός (< θέρμη), πρβλ. ολιγό θερμος] … Dictionary of Greek
πολύθερμον — πολύθερμος very hot masc/fem acc sg πολύθερμος very hot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέρμου — πολύθερμος very hot masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέρμους — πολύθερμος very hot masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέρμων — πολύθερμος very hot masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέρμῳ — πολύθερμος very hot masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθερμα — πολύθερμος very hot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθερμοι — πολύθερμος very hot masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek